- άφρυδος
- -η, -οαυτός που δεν έχει φρύδια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άφρυδος — η, ο αυτός που δεν έχει φρύδια: Τα βγάζει τα φρύδια της ή είναι άφρυδη; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)